- παροικῶν
- παροικέωdwell besidepres part act masc nom sg (attic epic doric)παροικέωdwell besidepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροίκων — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… … Dictionary of Greek
ՔԱՂԱՔԱԿԻՑ — (կցի, կցաց.) NBH 2 0970 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c ա. συμπολίτης concivis ἱσοπολίτης aequo jure civis πολίτης civis, municeps παροικῶν cohabitans. Նորին քաղաքի քաղաքացի. բնակակից ʼի նմին քաղաքի՝ ʼի բնէ կամ իւրիք իրաւամբք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)